- ἐπίθετος
- ἐπίθετοςadditionalmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιθέτως — ἐπίθετος additional adverbial ἐπίθετος additional masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέτους — ἐπίθετος additional masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίθετε — ἐπίθετος additional masc/fem voc sg ἐπιτίθημι lay aor imperat act 2nd pl πείθω persuade aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίθετοι — ἐπίθετος additional masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίθετο — Μεταβλητό μέρος του λόγου που προσδίδει ιδιότητα ή ποιότητα στο ουσιαστικό. Στα αρχαία ελληνικά και στην καθαρεύουσα, τα ε. είναι τριγενή ή διγενή και ως προς τις καταλήξεις, τρικατάληκτα, δικατάληκτα ή μονοκατάληκτα· στη δημοτική, τα ε. είναι… … Dictionary of Greek
ἐπιθέτω — ἐπίθετον additional neut nom/voc/acc dual ἐπίθετον additional neut gen sg (doric aeolic) ἐπίθετος additional masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίθετος additional masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐπιθέτης plotter masc gen sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίθετ' — ἐπίθετα , ἐπίθετον additional neut nom/voc/acc pl ἐπίθετα , ἐπίθετος additional neut nom/voc/acc pl ἐπίθετε , ἐπίθετος additional masc/fem voc sg ἐπίθετε , ἐπιτίθημι lay aor imperat act 2nd pl ἐπίθεται , ἐπιτίθημι lay aor subj mid 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίθετον — additional neut nom/voc/acc sg ἐπίθετος additional masc/fem acc sg ἐπίθετος additional neut nom/voc/acc sg ἐπιτίθημι lay aor imperat act 2nd dual πείθω persuade aor ind act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Epithet — An epithet (from Greek ἐπίθετον epitheton , neut. of ἐπίθετος epithetos , attributed, added [ [http://www.perseus.tufts.edu/cgi bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A1999.04.0057%3Aentry%3D%2339438 Epithetos, Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek… … Wikipedia
Эпитет — (греч. έπίθετος наложенный, приложенный) термин теории литературы: определение при слове, влияющее на его выразительность. Содержание этого термина недостаточно устойчиво и ясно, несмотря на его употребительность. Сближение истории литературной… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона